- πρόσαρμα
- πρόσαρμαvictualsneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πρόσαρμα — τὸ, Α έδεσμα, τροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἅρμα (Ι) «τροφή, έδεσμα»] … Dictionary of Greek
προσαρμάτων — πρόσαρμα victuals neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσάρμασι — πρόσαρμα victuals neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσάρματα — πρόσαρμα victuals neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσάρματος — πρόσαρμα victuals neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)